<<ΑΛΙΣΑΒΑ - ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ>> Μία ιδιαίτερη σχέση που μέσα από εξιστορήσεις - αναμνήσεις - αναζητήσεις - έγινε στενότερη (όχι βέβαια ερωτική).
Συνδέσεις παρελθόντος - παρόντος με αφηγήσεις γεγονότων(και με σημαντικές αναφορές στην Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας),μέσω των κουρελούδων της Αλισάβας αντιπροσωπεύοντας και μυρίζοντας τες κάθε μία ξεχωριστά αντικατοπτρίζει ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής της βγάζοντας στην επιφάνεια ένα αγαπητό πρόσωπο σε συγκεκριμένο χρόνο και στο άτομο που επιθυμεί και εμπιστεύεται.
Μαγευτκό ταξίδι μ'ένα μεγάλο πολιτισμικό εύρος,γλαφυρό ύφος και μία εξαιρετική λογοτεχνική γραφή με πολλά ηθογραφικά και λαογραφικά στοιχεία και με αναλυτικές περιγραφές και εικόνες που ίσως κουράσουν τον αναγνώστη,αλλά που στο τέλος σίγουρα θα αποζημιωθεί.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
"Διάλεγε τα ρουχαλάκια, τα λουρίδιαζε για τις κουρελούδες της και αναθυμόταν τους δικούς της στην αντίπερα όχθη. Κουβέντιαζε μαζί τους, τους κερνούσε, έκλαιγε που δεν μπορούσε να τους αγγίξει, θύμωνε και μέρευε, αλλά τους αποθαμένους δεν τους αποχωριζόταν."
Εκείνο το καλοκαίρι του 1912 στη Ραιδεστό ήρθε ο σεισμός σαν δράκος του παραμυθιού να καταπιεί τη μικρή Αλισάβα και τα αδέλφια της, να σύρει τα φορτωμένα κάρα σε νέους τόπους και να παίξει με τα κουβάρια της ζωής τους.
Πολλά χρόνια μετά, εκεί στο χιονισμένο δρομάκι, φάνηκε μια παράξενη σκιά κουκουλωμένη με την μπέρτα της, σαν λάμια, ήταν τρομακτική φιγούρα για τα παιδιά, αινιγματική για τους μεγάλους. Ήταν Χριστούγεννα κι έκανε κρύο. Η Αλισάβα έπιασε το μικρό αγόρι από το χέρι και το οδήγησε στο σπίτι της. Εκείνο, σαστισμένο, κάθισε κοντά στη σόμπα, παρατηρώντας τους καναπέδες με τα υφαντά και τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες στον τοίχο. Τον κέρασε κουραμπιέ και της είπε τα κάλαντα.
Από κείνη τη μέρα τα δακρυσμένα μάτια της θα μολογούσαν χιλιάδες θύμησες στον Νικηφόρο. Όλα όσα φύλαγε εξήντα τόσα χρόνια... σπαρτά και αλώνια, θάλασσες και γλάρους, μαύρα σύννεφα και κανόνια, πολύχρωμα κουρελάκια, μια ζωή ολάκερη στον αργαλειό, να περνάει τη σαΐτα, να κυλούν τόπια τα υφαντά.
Το ταξίδι ατέλειωτο, δελεαστικό, μήνες θαρρείς κρατούσαν οι διηγήσεις, μήνες κι εποχές ολόκληρες, άπλωνε το χέρι ο Νικηφόρος και πίστευε ότι θα τις αγγίξει· έτσι όπως άγγιζε τα ρόδια στη μικρή αυλή ώσπου να γίνουν ζάχαρη, ν' αγαπηθούν πολύ όσοι τα γευτούν κι η γλύκα να γεμίσει παρηγοριά τον κάθε πικραμένο στον απάνω κόσμο...
Κι όταν το αγόρι έγινε άνδρας και η παράξενη σκιά ετοιμαζόταν να ταξιδέψει, πάλι μια κουρελού ολοκαίνουρια, απάτητη, με χρώματα ζωντανά, θα τους έδενε για πάντα... "Από δικά σου ρούχα φτιαγμένη, ξέρεις εσύ..." (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Συνδέσεις παρελθόντος - παρόντος με αφηγήσεις γεγονότων(και με σημαντικές αναφορές στην Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας),μέσω των κουρελούδων της Αλισάβας αντιπροσωπεύοντας και μυρίζοντας τες κάθε μία ξεχωριστά αντικατοπτρίζει ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής της βγάζοντας στην επιφάνεια ένα αγαπητό πρόσωπο σε συγκεκριμένο χρόνο και στο άτομο που επιθυμεί και εμπιστεύεται.
Μαγευτκό ταξίδι μ'ένα μεγάλο πολιτισμικό εύρος,γλαφυρό ύφος και μία εξαιρετική λογοτεχνική γραφή με πολλά ηθογραφικά και λαογραφικά στοιχεία και με αναλυτικές περιγραφές και εικόνες που ίσως κουράσουν τον αναγνώστη,αλλά που στο τέλος σίγουρα θα αποζημιωθεί.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
"Διάλεγε τα ρουχαλάκια, τα λουρίδιαζε για τις κουρελούδες της και αναθυμόταν τους δικούς της στην αντίπερα όχθη. Κουβέντιαζε μαζί τους, τους κερνούσε, έκλαιγε που δεν μπορούσε να τους αγγίξει, θύμωνε και μέρευε, αλλά τους αποθαμένους δεν τους αποχωριζόταν."
Εκείνο το καλοκαίρι του 1912 στη Ραιδεστό ήρθε ο σεισμός σαν δράκος του παραμυθιού να καταπιεί τη μικρή Αλισάβα και τα αδέλφια της, να σύρει τα φορτωμένα κάρα σε νέους τόπους και να παίξει με τα κουβάρια της ζωής τους.
Πολλά χρόνια μετά, εκεί στο χιονισμένο δρομάκι, φάνηκε μια παράξενη σκιά κουκουλωμένη με την μπέρτα της, σαν λάμια, ήταν τρομακτική φιγούρα για τα παιδιά, αινιγματική για τους μεγάλους. Ήταν Χριστούγεννα κι έκανε κρύο. Η Αλισάβα έπιασε το μικρό αγόρι από το χέρι και το οδήγησε στο σπίτι της. Εκείνο, σαστισμένο, κάθισε κοντά στη σόμπα, παρατηρώντας τους καναπέδες με τα υφαντά και τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες στον τοίχο. Τον κέρασε κουραμπιέ και της είπε τα κάλαντα.
Από κείνη τη μέρα τα δακρυσμένα μάτια της θα μολογούσαν χιλιάδες θύμησες στον Νικηφόρο. Όλα όσα φύλαγε εξήντα τόσα χρόνια... σπαρτά και αλώνια, θάλασσες και γλάρους, μαύρα σύννεφα και κανόνια, πολύχρωμα κουρελάκια, μια ζωή ολάκερη στον αργαλειό, να περνάει τη σαΐτα, να κυλούν τόπια τα υφαντά.
Το ταξίδι ατέλειωτο, δελεαστικό, μήνες θαρρείς κρατούσαν οι διηγήσεις, μήνες κι εποχές ολόκληρες, άπλωνε το χέρι ο Νικηφόρος και πίστευε ότι θα τις αγγίξει· έτσι όπως άγγιζε τα ρόδια στη μικρή αυλή ώσπου να γίνουν ζάχαρη, ν' αγαπηθούν πολύ όσοι τα γευτούν κι η γλύκα να γεμίσει παρηγοριά τον κάθε πικραμένο στον απάνω κόσμο...
Κι όταν το αγόρι έγινε άνδρας και η παράξενη σκιά ετοιμαζόταν να ταξιδέψει, πάλι μια κουρελού ολοκαίνουρια, απάτητη, με χρώματα ζωντανά, θα τους έδενε για πάντα... "Από δικά σου ρούχα φτιαγμένη, ξέρεις εσύ..." (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου