Κοινωνικό βιβλίο,η συνέχεια της Εξομολόγησης του ιδίου συγγραφέως,αλλά διαβάζεται και αυτόνομο οπότε ο αναγνώστης μπαίνει αμέσως στο κλίμα της υπόθεσης και ειδικά για ορισμένους κοινούς ήρωες,γιατί έχει συχνές επαναλήψεις.Θα το χαρακτήριζα ένα μέτριο ανάγνωσμα,το οποίο δεν με άγγιξε αν και σε κανά δύο σημεία ,ομολογώ,υπήρξε μία συγκίνηση.Θεωρώ ότι είχε κάποιες εμβόλιμες μικρές υποιστορίες οι οποίες πάντα κατά την προσωπική μου άποψη δεν ήταν ανάγκη να τοποθετηθούν γιατί δεν πρόσφεραν κάτι στην πλοκή η οποία βέβαια είχε και κάποια μικρά κενά.Βέβαια θα μπορούσαν να αποτελέσουν το εύνασμα άλλης πλοκής,γιατί ο συγγραφέας έχει φαντασία και η γραφή του καλή καθώς επίσης και η χρήση ντοπιολαλιάς.Γεγονότα και συμπτώσεις που δεν επέδωσαν την πρέπουσα συναισθηματική βαρύτητα και εστίασης συγκεκριμένων ζητημάτων και απότομα και ελλειπές τέλος ορισμένων ηρώων,με αποτέλεσμα τα συναισθήματα που εισέπραξα χλιαρά.Παρ’όλα αυτά όμως διαβάζεται γρήγορα έχοντας και την ανάλογη αγωνία ή περιέργεια του τι θα γίνει οπότε πολλοί αναγνώστες σίγουρα θα το ευχαριστηθούν.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Θεσπρωτία, 30 Οκτώβρη 1940
Οι οβίδες σφύριζαν με μανία πάνω από τα κεφάλια τους και εκείνοι, τρομοκρατημένοι, δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. [...] Η Μάρω, πανιασμένη από τη φωτιά της κόλασης που ξετρύπωνε από τα μαύρα σύννεφα του ουρανού, κρατούσε σφιχτά τον Κωνσταντή στην αγκαλιά της. Είχε κουρνιάσει σαν το πουλάκι κάτω από ένα δέντρο και προσπαθούσε να προφυλάξει τον εαυτό της και το κατατρομαγμένο παιδί. Του χάιδευε τα μαλλιά μέσα από την κάπα του και του ψιθύριζε απαλά: "Σ αγαπώ, Κωνσταντή μου, σ αγαπώ, παιδί μου. Μη φοβάσαι". Όμως στο μυαλό της ερχόταν και τρύπωνε ο τρόμος· ο τρόμος και η αδικία.
Σκέφτηκε ότι αυτή την ώρα η Ελένη θα είχε σηκωθεί από το κρεβάτι, πετώντας τα σκεπάσματά της. Θα έβγαινε έξω και θα αντίκριζε ένα έρημο και άδειο χωριό. "Της άξιζε!" είπε φωναχτά, δίχως να τη νοιάζει που την άκουγε το παιδί της. Ωστόσο, μέσα της γνώριζε ότι αυτό που είχαν κάνει στη δύσμοιρη γυναίκα ισοδυναμούσε με θάνατο, ψυχικό και σωματικό. Ήταν από τις λίγες φορές που η Μάρω επικαλούνταν τη βοήθεια του Θεού: "Θεέ μου, κάνε να μην πέσει το κακό πάνω στο κεφάλι μου. Δεν έφταιγα μόνον εγώ" παρακάλεσε και στην προσευχή της προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον εαυτό της - και τις πράξεις της.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Θεσπρωτία, 30 Οκτώβρη 1940
Οι οβίδες σφύριζαν με μανία πάνω από τα κεφάλια τους και εκείνοι, τρομοκρατημένοι, δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. [...] Η Μάρω, πανιασμένη από τη φωτιά της κόλασης που ξετρύπωνε από τα μαύρα σύννεφα του ουρανού, κρατούσε σφιχτά τον Κωνσταντή στην αγκαλιά της. Είχε κουρνιάσει σαν το πουλάκι κάτω από ένα δέντρο και προσπαθούσε να προφυλάξει τον εαυτό της και το κατατρομαγμένο παιδί. Του χάιδευε τα μαλλιά μέσα από την κάπα του και του ψιθύριζε απαλά: "Σ αγαπώ, Κωνσταντή μου, σ αγαπώ, παιδί μου. Μη φοβάσαι". Όμως στο μυαλό της ερχόταν και τρύπωνε ο τρόμος· ο τρόμος και η αδικία.
Σκέφτηκε ότι αυτή την ώρα η Ελένη θα είχε σηκωθεί από το κρεβάτι, πετώντας τα σκεπάσματά της. Θα έβγαινε έξω και θα αντίκριζε ένα έρημο και άδειο χωριό. "Της άξιζε!" είπε φωναχτά, δίχως να τη νοιάζει που την άκουγε το παιδί της. Ωστόσο, μέσα της γνώριζε ότι αυτό που είχαν κάνει στη δύσμοιρη γυναίκα ισοδυναμούσε με θάνατο, ψυχικό και σωματικό. Ήταν από τις λίγες φορές που η Μάρω επικαλούνταν τη βοήθεια του Θεού: "Θεέ μου, κάνε να μην πέσει το κακό πάνω στο κεφάλι μου. Δεν έφταιγα μόνον εγώ" παρακάλεσε και στην προσευχή της προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον εαυτό της - και τις πράξεις της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου