Πόσοι άραγε από εμάς έχουμε μια αξόδευτη ζωή αφήνοντας να κυλήσει χωρίς ουσία?Νομίζω η πλειονότητα ηθελημένα ή αθέλητα.Ερωτήματα για το πώς και τι ερμηνεύει ο καθένας μας.Στο συγκεκριμένο έργο πρωταγωνιστής είναι ο Αριστοτέλης που έχει όνειρο να γίνει ζωγράφος και είναι γόνος μιας μεγαλοαστικής οικογένειας.Από μικρός προσπαθεί ν’αποδράσει από τον κλοιό της οικογένειάς του και δη του αυστηρού και αυταρχικού πατέρα,που ρυθμίζει τις ζωές όλων.Και τα καταφέρνει ν’αποδράσει,αλλά τελικά θα νιώθει ελεύθερος για να απολαύσει την ευτυχία,το ταλέντο,τον έρωτα?Αλλά και οι άλλοι ήρωες δαπανεύουν την ζωή τους χωρίς χαρά και ευτυχία,αλλά μένοντας μέσα στα πρέπει,στους φόβους,στην δειλία,στις συνήθειες τους κ.ά.
Η πλοκή εκτυλλίσεται μέσα σ’ένα ατμοσφαιρικό χώρο και μια ιστορική τοιχογραφία κατά την εποχή της Μικρασιατρικής καταστροφής,στην Αθήνα,στην Μασσαλία,στην Οδησσό,στην Belle époque του Παρισιού τέλος 19ου με αρχές 20ου αιώνα με συνοδεία διαφόρων πολιτικών γεγονότων,πολέμων με καταστροφικά αποτελέσματα.Επιτυχής συνδυασμός μυθοπλασίας – ιστορίας με μία απόδοση όμορφη και επικράτηση της ζωγραφικής,ιστορία τέχνης αλλά και αρχαιολογικά γεγονότα κάνοντας αναφορά για τις αρχαιολογικές ανασκαφές του Σλήμαν αλλά και για τα ευρήματα της Κνωσσού.
Εν κατακλείδι είναι ένα όμορφο ανάγνωσμα με λίγο περισσότερες λεπτομέρειες απ’όσο έπρεπε και γρήγορη ανασκόπηση γεγονότων προς το τέλος, κατά την γνώμη μου.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο θάνατος, ναι, μα κι η ζωή η αξόδευτη... Ο Αριστοτέλης Κωνσταντινίδης έζησε σε μια άλλη εποχή, αν έζησε. Μικρός, ονειρευόταν την απόδραση: από την εκκωφαντική σιωπή της μητέρας του Μαρίνης, την αυστηρή ενορχήστρωση της ζωής του από τον πατέρα του Λυσίμαχο. Κρυμμένος κάτω από τους πάγκους της κουζίνας, ξόρκιζε τις σιωπές με τα χωρατά της Σουμέλας και οι απλωμένες μπουγάδες στο πίσω μέρος της αυλής γίνονταν, με σύμμαχο τη Φιλιώ, κατάρτι ψηλό σε πλοίο που θα τον έπαιρνε μακριά, πολύ μακριά. Μέχρι τότε ζωγράφιζε. Πίσω, στο φόντο, η Αθήνα πάσχιζε να αποδείξει τον ευρωπαϊκό της χαρακτήρα στην οδό Βουλεβάρτου και στα αρχοντικά της Πατησίων. Κι ύστερα ανομολόγητη χρεοκοπία, και πάλι διχασμός, γενοκτονίες, Μικρασιατική Καταστροφή, Κρητική Επανάσταση...
Ο Αριστοτέλης όμως απέδρασε. Κι όταν έφτασε στο Παρίσι της μπελ επόκ, όταν γνώρισε τη ζωή, την τέχνη, τον έρωτα, όταν συγκρούστηκε με τον πατέρα του και κατέληξε στη Μασσαλία, αυτός ο «Έλληνας Βαν Γκογκ» θα οδηγούνταν σε μία τραγική συνειδητοποίηση: Είχε φτάσει μακριά, αλλά έμοιαζε σαν να μην είχε φύγει ποτέ. Άλλες ζωές στάθηκαν πιο τυχερές.Έφτανε μια όψιμη ευτυχία στον επίλογο μιας αξόδευτης ζωής; «Έφτανε», θα ισχυριζόταν η Σουμέλα, που χρόνο κι απαντοχή δεν είχε γι’ άλλη θλίψη. «Έφτανε και περίσσευε».
«Μου αρέσουν οι γέφυρες», είπε ο Αριστοτέλης. «Υπόσχονται πάντα κάτι, υπόσχονται να σε οδηγήσουν στην άλλη πλευρά. Δημιουργούν μια προσμονή, και την ίδια στιγμή νομίζεις πως, καθώς τις διασχίζεις, βρίσκεσαι έξω από τον κόσμο, σ’ έναν χώρο μετάβασης. Κι αν μείνεις για πάντα πάνω στη γέφυρα, σαν να είσαι άγαλμα που τη στολίζει, τότε θα βρίσκεσαι σε μία διαρκή αναμονή, προσδοκώντας πάντα να συναντήσεις αυτό που βρίσκεται στην άλλη πλευρά». «Ποιος θέλει όμως να μείνει για πάντα πάνω σε μια γέφυρα;» σχολίασε η Λιζέτ.«Ποιος δε λαχταρά να περάσει γρήγορα στην άλλη πλευρά και να συναντήσει αυτό που τον περιμένει; Τι αξία έχει η αναμονή, που λες, αν μπορείς να τρέξεις, να τρέξεις προς αυτό που βρίσκεται στο τέλος της γέφυρας; Και τι γίνεται με όλους αυτούς που καθημερινά διασχίζουν την ίδια γέφυρα για να πάνε στη δουλειά τους ή για να αγοράσουν φρούτα και λαχανικά από την αγορά που βρίσκεται από την άλλη πλευρά;» «Καμία προσμονή ή αγωνία δε θα είχαν όλοι αυτοί που λες. Γι’ αυτό η δουλειά τους θα τους φαινόταν βαρετή, και τα φρούτα που θα αγόραζαν θα τους φαίνονταν άνοστα. Φαντάσου όμως να διέσχιζαν τη γέφυρα κάθε φορά με αγωνία, με λαχτάρα. Θέλω να πω ότι η απόλαυση προϋποθέτει την προσμονή», απάντησε ο Αριστοτέλης. (less)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου